- ἐπαλλακεύετο
- παλλακεύομαιimperf ind mp 3rd sgπαλλακεύωto be a concubineimperf ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παλλακεύω — (Α) [παλλακή] 1. (ενεργ. και μέσ.) α) είμαι παλλακίδα για λόγους ιεροτελεστικούς β) είμαι παλλακίδα κάποιου 2. μέσ. (για άνδρες) έχω μία γυναίκα ως παλλακίδα («Φρονίμην παραλαβών... ἐπαλλακεύετο», Ηρόδ.) 3. παθ. (για γυναίκα) συμβιώνω με κάποιον… … Dictionary of Greek